- ασκάριστος
- (I)-η, -ο (για γιδοπρόβατα) αυτός που δεν οδηγήθηκε στη βοσκή.[ΕΤΥΜΟΛ. < α-στερ. + σκαρίζω «οδηγώ το κοπάδι σε βοσκή»].————————(II)ἀσκάριστος, -ον (Μ)ασφάδαστος*, χωρίς να σφαδάξει.[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + σκαρίζω «πηδώ, πάλλομαι, σκιρτώ»].
Dictionary of Greek. 2013.